- ηβαιός
- ἠβαιός, -ά, -όν (Α)(ιων. τ. τού βαιός) (συνήθ. με το αρνητικό ουδέ)1. μικρός, λίγος («οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ' ἠβαιαί» — δεν έχει μυαλό, ούτε λίγο, Ομ. Ιλ.)2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠβαιόνκαθόλου («οὐδ' ἠβαιόν», Ομ. Οδ.)3. φρ. «ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους» — σε μικρή απόσταση από τη σπηλιά (Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ηβαιός απαντά στην Ιλιάδα πάντα με άρνηση ουδ' (πρβλ. ουδ' ηβαιόν) και σε τέλος στίχου. Σπάνια χωρίς άρνηση στην Οδύσσεια (ι 462). Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λανθασμένη τμήση τών λέξεων τής φράσης ου δη βαιόν].
Dictionary of Greek. 2013.